δυοποιος

δυοποιος
    δυοποιός
    δυο-ποιός
    2
    удваивающий, создающий четность
    

(δυάς Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δυοποιος" в других словарях:

  • δυοποιός — δυοποιός, όν (Α) αυτός που παράγει δύο («ἡ γὰρ ἀόριστος δυὰς δυοποιὸς ἦν», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • δυοποιός — making two masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυοποιόν — δυοποιός making two masc/fem acc sg δυοποιός making two neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυοποιοῦ — δυοποιός making two masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυο- — (AM και δύω ) 1. α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι στο β συνθετικό, όταν αυτό είναι αριθμητικό, προστίθεται ο αριθμός δύο 2. ως αντικ. τού β συνθετικού (π.χ. δυοποιός) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»